ἀσκάλων

ἀσκάλων
ἄσκαλος
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀσκάλων — Ἄσκαλος masc gen pl Ἀσκάλων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ασκαλών ή Ασκελόν — (Ashqelon).Πόλη (121.000 κάτ. το 1997) του Ισραήλ, ΒΔ της Γάζας, στα παράλια της Μεσογείου, γνωστή από την αρχαιότητα. To 1280 π.Χ. o Ραμσής Ε’κατέλαβε την Α. και απεικόνισε την άλωσή της στον μεγάλο ναό του Καρνάκ. Ήταν κέντρο λατρείας της… …   Dictionary of Greek

  • Ἀσκάλωνα — Ἀσκάλων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκάλωνι — Ἀσκάλων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκάλωνος — Ἀσκάλων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • АСКАЛОН —    • Ascălo,          Άσκάλων, город филистимлян в Палестине у Средиземного моря, с древнейшим святилищем Афродиты (Hdt. 1, 105); родина философа Антиоха (см. Antiochus, 17, Антиох); н. Аскалан. Strab. 16, 759 …   Реальный словарь классических древностей

  • Ascalvs — ASCĂLVS, i, Gr. Ἄσκαλος, ου, des Hymenäus Sohn, und Aciams, Königs in Lydien, Heerführer, nahm Syrien ein, und erbauete daselbst die Stadt Askalon. Xanthus Lyd. ap. Stephan. Byzant. in Ἀσκάλων …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ασκαλώνιον — ἀσκαλώνιον, το (AM) μσν. μέτρο για κρασί αρχ. είδος κρεμυδιού της Συρίας («ἀσκαλώνιον κρόμυον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. του επιθ. Ασκαλώνιος «αυτός που προέρχεται από την Ασκάλωνα (πρβλ. Ασκάλων). Μέσω του λατ. ascalonia (caepa) *scalōnia «το κρεμύδι… …   Dictionary of Greek

  • Αντίγονος — I Όνομα τριών Μακεδόνων βασιλιάδων. 1. Α. ο επιλεγόμενος ΜονόφθαλμοςΚύκλωψ (381 – 301 π.Χ.). Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ίδρυσε τη λεγόμενη δυναστεία των Αντιγονιδών στην παλιά σατραπεία της Μεγάλης Φρυγίας, της Παμφυλίας και της Λυκίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”